- πενθητήριος
- -ία, -ον, ΜΑ [πενθητήρ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθητήριος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητήριον — πενθητήριος of masc acc sg πενθητήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητηρίους — πενθητήριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητήριοι — πενθητήριος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPILLI — apud Gothos et Boreales populos in magna olim veneratione. In capillis esse, idem est, ac in virginitare esse, Longob. l. 2. Tit. 14. l. 20. et l. 24. Nuptae ex antiquo more caput tegebant, virgines nudum praebebant, demissis interdum a tergo… … Hofmann J. Lexicon universale
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek